Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Το Μνημόνιο του ΔΝΤ: ανώτατο στάδιο του “εκσυγχρονισμού”

Προκαλεί εύλογα ερωτηματικά η διστακτική αντίδραση της κοινωνίας απέναντι στο πρόγραμμα βίαιης πτώχευσης της πλειοψηφίας του πληθυσμού που έχει ξεκινήσει με την υλοποίηση των μέτρων του Μνημονίου. Πρόκειται βέβαια για μια αναπάντεχη εξέλιξη, “αφοπλιστική” θα μπορούσε να πεί κανείς, μια δοκιμασία για την οποία τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει. Μπορεί όμως να ισχυριστεί κανείς οτι ένας σημαντικός λόγος, αν όχι ο σημαντικότερος, της (προσωρινής) αδράνειας που παρατηρείται, είναι οτι η πλειοψηφία που πλήττεται και είναι προγραμματισμένο να πληγεί από τις ρυθμίσεις του Μνημονίου, δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί και να συμμαχεί με κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν από τη θέση τους τη δυνατότητα να επεξεργάζονται και να υποστηρίζουν εναλλακτικές προτάσεις για την οικονομία και την κοινωνία. Η κοινωνία είναι κατά κάποιο τρόπο κομμένη στα δύο. Το πρόγραμμα πλήρους και οριστικής αποδυνάμωσης και αποδιοργάνωσης της μισθωτής εργασίας, υλοποιείται χωρίς να είναι πραγματικά ενεργοί αυτοί που θα μπορούσαν ή θα ώφειλαν να συμμετέχουν σε μια ευρύτερη συμμαχία κατά του προγράμματος αυτού.
Από την πλευρά του επιστημονικού κόσμου και ειδικότερα των πανεπιστημίων, ακούγονται μεμονωμένες φωνές διαμαρτυρίας, αλλά δεν βρίσκει κανείς συστηματικές και διαρκείς προσπάθειες ανάλυσης και επεξεργασίας εναλλακτικών κατευθύνσεων, για το περιβάλλον, τις κοινωνικές πολιτικές, ή την οικονομία. Οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αδυνατούν (στην καλύτερη περίπτωση) να συμβάλουν σε μια ευρύτερη συσπείρωση των μισθωτών και δεν μπορούν να κάνουν νέα βήματα πέρα από μια αμυντική φρασεολογία, που δεν εκφράζει παρά τη νοσταλγία του παρελθόντος. Ο πολιτικός κόσμος της αριστεράς με την ευρεία έννοια, στον οποίο ανήκουν τόσο οι οικολόγοι- πράσινοι όσο και μεγάλο μέρος στελεχών του ΠΑΣΟΚ, είναι αποκομμένος από τους κοινωνικούς χώρους που δέχονται τις πρωτοφανείς επιθέσεις της κυβέρνησης και της τρόϊκας, ενώ δεν έχει τη δυνατότητα να συλλάβει γνωσιακά το μέγεθος των αλλαγών που απαιτείται στον τρόπο κατανόησης και αντιμετώπισης της σημερινής περιόδου. Απο την πλευρά των εργαζομένων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν έχουν υπάρξει ορατές πρωτοβουλίες εναλλακτικής οργάνωσης και ενημέρωσης.
Το πρόγραμμα όμως που υλοποιείται σήμερα στην Ελλάδα και αύριο στην Ευρώπη, ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτό που η Naomi Klein ονόμασε “Στρατηγική του σόκ”, και “άνοδο του καπιταλισμού των καταστροφών” (The shock doctrine: the rise of disaster capitalism). Πρόκειται για έναν καπιταλισμό που δεν οδηγεί μόνο σε καταστροφές, αλλά επωφελείται από τις καταστροφές, είτε αυτές είναι κοινωνικές, είτε περιβαλλοντικές ή φυσικές, για να εδραιώσει την κυριαρχία του. Πρόκειται για τη νέα εκδοχή της λογικής που οδήγησε στους παγκοσμίους πολέμους του 20ου αιώνα, σύμφωνα με την οποία η καθαρή εξουσία είναι το ζητούμενο και όχι η όποια οικονομική, κοινωνική ή περιβαλλοντική ισορροπία. Το σημερινό πρόγραμμα “σταθεροποίησης” της οικονομίας, διαμορφώνει και το πρότυπο για να αντιμετωπιστεί στις επόμενες δεκαετίες η επιδείνωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής: προστασία των κερδών και του βιοτικού επιπέδου των πλουσίων και των ανθρώπων της εξουσίας, αδιαφορία για το κοινωνικό κόστος και αυξανόμενη χρήση αυταρχικών μεθόδων.
Το πρόγραμμα αυτό δεν αντιμετωπίζεται σαν κάτι το αδιανόητο από την πολιτική και οικονομική ελίτ, διότι αποτελεί φυσική συνέχεια της “εκσυγχρονιστικής” ατζέντας, που κυριάρχησε στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 90 στις κοινωνικές ομάδες οι οποίες βρίσκονται στον περίγυρο της κρατικής εξουσίας και συναλλάσσονται με κάποιο τρόπο με αυτήν. Η προσφορά σε αυτά τα μεσαία στρώματα της δυνατότητας του πλουτισμού και της κοινωνικής ανέληξης μέσω πολλαπλών πελατειακών σχέσεων, η εδραίωση της αντίληψης (και των πολιτικών τις οποίες ενέπνευσε) οτι στη βάση της κοινωνίας, δηλαδή στη μάζα των μισθωτών βρίσκεται το “πρόβλημα”, που δεν θέλουν να είναι ευέλικτοι και είναι μικρόψυχα προσκολλημένοι στα κεκτημένα, αποτέλεσαν τους βασικούς πυλώνες αυτής της ατζέντας. 
Η προσπάθεια ένταξης στην πρώτη κατηγορία ενός μέρους της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ώστε να αποξενωθεί από τη βάση των συνδικάτων, δηλαδή από τη δεύτερη κατηγορία, ήταν επίσης μέρος αυτού του προγράμματος. Η επιτυχία σε μεγάλο βαθμό αυτής της προσπάθειας κάνει εφικτή την υλοποίηση του μέρους της “εσκυγχρονιστικής” ατζεντας που έμεινε ως τώρα στα χαρτιά: της επίθεσης στην πλήρως και σταθερά απασχολούμενη βάση των συνδικάτων. Η διατήρηση της κοινωνικής βάσης του “εκσυγχρονισμού” είναι σήμερα το ζητούμενο για το πρόγραμμα της “αυτοκρατορίας” στον ελληνικό χώρο. Και η διάλυση αυτής της συμμαχίας είναι ένα από τα πολλά διακυβεύματα της δράσης των κινημάτων, της κοινωνικής αυτοοργάνωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου