Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Η κυβέρνηση της αριστεράς και η φορολογία


Οι υπηρέτες του Μνημονίου θεωρούν οτι κατατροπώνουν τους εκπροσώπους του ΣΥΡΙΖΑ όταν τους κατηγορούν στα κανάλια οτι θα “επιβάλουν νέους φόρους¨. Συγχρόνως ενώ η κάθε Λαγκάρντ κατηγορεί “τους έλληνες” οτι δεν πληρώνουν φόρους, η τρόϊκα δεν επιβάλει στόχους για τη φορολογία ή τη φοροδιαφυγή, όπως κάνει για τους μισθούς και τις συντάξεις. Επίσης, ο Σαμαράς κάνει τις τουμπίτσες του χωρίς όμως να αλλάζει γνώμη σχετικά με την ανάγκη μείωσης των φόρων. Ο Κρούγκμαν (όπως και πολλοί άλλοι) μας έχει εξηγήσει με διάφορες ευκαιρίες, οτι στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην Ευρώπη, η καταβαράθρωση της φορολογίας του πλούτου και του κεφαλαίου ήταν η κεντρική διαδικασία μέσω της οποίας εγκαταστάθηκε ο νεοφιλελευθερισμός, και διαμορφώθηκαν οι κοινωνικές συμμαχίες που τον στήριξαν και τον στηρίζουν. Δεν υπάρχει έξοδος από τον νεοφιλελευθερισμό χωρίς την εγκαθίδρυση ενός φορολογικού συστήματος έντονα προοδευτικού, ικανού να εξασφαλίσει πόρους για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση.

Η φορολογία του κεφαλαίου και του πλούτου κατά την περίοδο της μεταπολεμικής ανάπτυξης, με συντελεστές που έφθαναν το 90% στη Βόρεια Ευρώπη, ήταν μέρος ενός κοινωνικού συμβολαίου. Ποιό ήταν το περιεχόμενο αυτού του συμβολαίου; Στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού που πόνταρε στη συσσώρευση κεφαλαίου για την κερδοφορία των επιχειρήσεων, ήταν αποδεκτό οτι μέρος της παραγώμενης αξίας από την εργασία των μισθωτών, έπρεπε να κατευθυνθεί στο κοινωνικό κράτος, τις υποδομές, την εκπαίδευση και την έρευνα. Για την περίοδο αυτή και τις χώρες όπου ίσχυσε αυτό το συμβόλαιο, κυριάρχησε η πεποίθηση οτι η επέκταση και η σταθερότητα της καπιταλιστικής οικονομίας, ήταν συνάρτηση της υψηλής φορολογίας του κεφαλαίου και του πλούτου και όχι αντίθετη με αυτήν. Συγχρόνως, εξασφαλιζόταν με αυτό τον τρόπο και η αίσθηση μιας συλλογικής προσπάθειας για την κοινωνία και την οικονομία, κατανεμημένης με έναν κανόνα δίκαιο μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εισοδημάτων. 
Ο νεοφιλελευθερισμός κατέστρεψε όλο αυτό το οικοδόμημα, και κατόρθωσε να επιβάλει σε πλατειά στρώματα της κοινωνίας, την ιδέα οτι ο προσωπικός πλουτισμός είναι πλέον η κινητήρια δύναμη και οτι επομένως η μείωση της φορολογίας είναι το δίκαιο αίτημα που ενώνει την πλειοψηφία, απέναντι σε ένα κράτος που σπαταλάει το προϊόν της φορολογίας. Αυτή η αλλαγή προσέγγισης οδηγεί στην αμφισβήτηση της φορολογίας ως μέρος της διαπραγμάτευσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας σχετικά με την κατανομή της παραγόμενης αξίας, και στην αντιμετώπισή της ως επιβάρυνση των επιτυχημένων για την φροντίδα των αποτυχημένων και αδύναμων. Συνοδεύεται από την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ώστε να εκλείψει κάθε ίχνος συλλογικής κοινωνικής έκφρασης και αντιπαράθεσης. Είναι προφανές οτι αυτή η αλλαγή είναι η αιτία της σημερινής κρίσης, καθώς αφαιρέθηκε από τον καπιταλισμό κάθε αναπαραγωγική λογική, και η επίτευξη μιας αυξημένης κερδοφορίας, με οποιοδήποτε μέσο, θεωρήθηκε μέρος μιας νομιμοποιημένης μεταφυσικής της αγοράς. Και δεν είναι τυχαίο οτι οι θεωρητικοί αυτής της προσέγγισης δεν έχασαν μόνο την κοινωνική τους ευαισθησία, αλλά και τη δυνατότητα κατανόησης του τι πραγματικά συμβαίνει.
Η επεξεργασία σήμερα μιας νέας φορολογικής πολιτικής, δηλαδή μιας νέας κατανομής της παραγόμενης αξίας, δεν αφορά μόνο τη διαχείριση της κρίσης, καθώς αφορά κατά κύριο λόγο την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση, και συγχρόνως τη δημιουργία ενός νέου αναπαραγωγικού μοντέλου. Ο αναπαραγωγικός ρόλος του ιδιωτικού κεφαλαίου έχει συρρικνωθεί σε μεγάλο βαθμό και δεν υπάρχει περίπτωση να ηγηθεί ο ιδιωτικός τομέας μιας διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου, με πρωτεύοντα ρόλο σχετικά με την ανασυγκρότηση. Επομένως το επιχείρημα που λέει οτι υψηλή κερδοφορία οδηγεί σε υψηλές επενδύσεις και σε δημιουργία θέσεων εργασίας, μόνο επιλεκτικά μπορεί να θεωρηθεί οτι ισχύει. Αν πάρουμε στα σοβαρά υπόψιν τις ανάγκες αυτής της ανασυγκρότησης στον παραγωγικό και κοινωνικό τομέα, καθώς και την ανάγκη ενός πρωτογενούς πλεονάσματος για την εξυπηρέτηση χρεών (που θα οφείλονται στα υπόλοιπα του δημοσίου χρέους και στα νέα αναπτυξιακά δάνεια), είναι σαφές οτι η κατανομή του εισοδήματος και επομένως η φορολογική πολιτική, πρέπει να υπηρετήσουν κοινωνικούς και παραγωγικούς στόχους και όχι την κεκτημένη ταχύτητα της κερδοφορίας ή της συσσώρευσης πλούτου της προηγούμενης περιόδου. Οι μειώσεις ανώτερων και μεσαίων εισοδημάτων θα πρέπει να είναι από ανάλογες ως μεγαλύτερες από αυτές που θα έχουν υποστεί τα κατώτερα εισοδήματα, μετά τις αναπροσαρμογές προς τα πάνω που θα χρειαστεί να πραγματοποιήσει μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Η φορολογική πολιτική θα πρέπει όμως να διαχωρίσει σαφώς τη φορολόγηση της κερδοφορίας επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών, από τη φορολογική αντιμετώπιση κατηγοριών που έχουν πληγεί από την κρίση και ενδέχεται να συνδυάζουν περιουσιακά στοιχεία με ζημιογόνες δραστηριότητες, ή και με φοροδιαφυγή για τη διαχείριση ζημιογόνων δραστηριοτήτων.
Η αποφασιστική μετάθεση του πρωτεύοντος ρόλου για την ανασυγκρότηση, στον μη ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που είναι σήμερα αναπόφευκτη, αν θέλουμε να μιλάμε για ανασυγκρότηση, δεν είναι όμως η μόνη μεγάλη αλλαγή. Η πραγματοποίηση επενδύσεων με στρατηγική προοπτική, ιδιαίτερα για το περιβάλλον, η εξασφάλιση απασχόλησης ως προτεραιότητα, χωρίς την αναμονή των επιπτώσεων της οικονομικής μεγέθυνσης, η ανάπτυξη στη διοίκηση, τις δημόσιες επιχειρήσεις, τις κοινωνικές υπηρεσίες και τις τοπικές κοινωνίες, των δραστηριοτήτων σχεδιασμού, θα ενισχύσουν στην πλειοψηφία των δραστηριοτήτων το ρόλο της διανοητικής εργασίας. Σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τις πολιτικές του μνημονίου, αλλά και σε σχέση με το μοντέλο ανάπτυξης της προηγούμενης περιόδου, που ευνοούσε την κερδοφορία του επιχειρηματία, του μετόχου και το εισόδημα του υψηλόβαθμου στελέχους, οι πολιτικές για την ανασυγκρότηση πρέπει να ανταμείψουν με αυξημένους κοινωνικούς πόρους την μεγάλη μάζα των μισθωτών, που θα πάρει στην ουσία στα χέρια της τη διαχείριση των αλλαγών, των καινοτομιών και ποιοτικών αναβαθμίσεων σε όλους τους τομείς. Η φορολογική πολιτική πρέπει να αντανακλά αυτή την αναγκαία αλλαγή της θέσης της εργασίας, και τη μετάβαση από την κατανομή της παραγόμενης αξίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, στην κατανομή του μεγάλου μέρους του κοινωνικού προϊόντος και των διαθέσιμων πόρων, με συνειδητές επιλογές, μεταξύ υπηρεσιών και υλικής παραγωγής, μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου