Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Η πρόταση για δραχμή δεν είναι σχέδιο για την οικονομία

Στην περίπτωση της Ελλάδας που αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα διατήρησης κρίσιμων οικονομικών ισορροπιών και ανασυγκρότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων της, είναι μια έκπληξη η ευκολία με την οποία η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα εμφανίζεται ως το κατ'εξοχήν εργαλείο της αντιμετώπισης όλων αυτών των προβλημάτων. Αυτό συμβαίνει βέβαια και αλλού, όπως στη Γαλλία όπου αριστεροί οικονομολόγοι (λ.χ. ο Frederic Lordon ή ο Jacques Sapir) εμφανίζουν ως βασιλική οδό για την οικονομία την έξοδο από την Ευρωζώνη. Για τη χώρα αυτή μπορεί να σκεφτεί κανείς οτι εμπιστεύονται οι εν λόγω οικονομολόγοι την προσαρμοστικότητα των θεσμών άσκησης οικονομικής πολιτικής, και τη δυνατότητα που έχουν να “συνοδεύσουν” την έξοδο από το Ευρώ.


Στην Ελλάδα όμως αυτό το θεσμικό πλαίσιο είναι ένα ζητούμενο, καθώς η σοβαρότητα της σημερινής κατάστασης οφείλεται ακριβώς στην απώλεια ελέγχου της πολιτικής εξουσίας επί της οικονομίας, στην παρακμή για μια μακρά περίοδο των οικονομικών θεσμών, ενώ οι απόπειρες των μνημονίων να προσφέρουν μια νέα ολοκληρωμένη λύση πρέπει διαρκώς να ανανεώνονται.

Τα μνημόνια όμως τι προσέφεραν και γιατί αποτυγχάνουν; Όταν μια εθνική οικονομία είναι υπερχρεωμένη, δεν έχει δηλαδή τη δυνατότητα να επωμιστεί το βάρος της ετήσιας εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της, δύο κατευθύνσεις πολιτικών είναι αναγκαίες: μια μεταφορά πόρων προς το δημόσιο μέσω της αυξημένης φορολογίας και του ελέγχου των δημοσίων δαπανών, και ένα σύνολο πολιτικών μεγέθυνσης της οικονομίας ώστε να αυξηθεί το σύνολο των διαθέσιμων πόρων. Το κρίσιμο δεν είναι μόνο αν θα συνδυαστούν αυτές οι κατευθύνσεις πολιτικών με τη διαγραφή μέρους του χρέους, αλλά και το κατά πόσο θα επιτύχουν οι πολιτικές αύξησης της παραγωγής και θα συνυπάρξουν με κοινωνικά δίκαιες και αποτελεσματικές επιλογές.

Το πρόβλημα με τα ως τώρα μνημόνια είναι αφενός οτι επέβαλαν μια σκληρή λιτότητα, με κοινωνικά άδικη κατανομή των βαρών, αλλά και οτι δεν οδήγησαν σε ανάκαμψη της οικονομίας με τα μέτρα υποστήριξης των κερδών και του πλούτου. Το νεο-φιλελεύθερο δόγμα, οτι κάθε πολιτική υπέρ των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των πλουσίων είναι καλή για την οικονομία (μείωση μισθών, ευελιξία της εργασίας, αδήλωτη εργασία, μείωση εισφορών, φοροαπαλλαγές, ή και φοροδιαφυγή), απεδείχθη ένας καταστροφικός μύθος, καθώς η διατήρηση του συνολικού ύψους των κερδών του κεφαλαίου και της ιδιοκτησίας κατά την πενταετία 2010-2015 (βλ. Έκθεση ΙΝΕ 2014), μεταφράστηκε σε αποεπένδυση και φυγή χρηματικών κεφαλαίων στο εξωτερικό.

Οι αριστεροί οικονομολόγοι που, αντιγράφοντας τους νεο-φιλελεύθερους συναδέλφους τους, παίζουν το Θεό με ένα ή δύο μέτρα πολιτικής, ή ένα ή δύο οικονομικά μεγέθη, θα έπρεπε να σκύψουν πιό προσεκτικά πάνω στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και στις μεθόδους διαχείρισής της κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η εγκαθίδρυση του “εκσυγχρονισμένου” πελατειακού συστήματος διαχείρισης με τη βοήθεια των ευρωπαϊκών πόρων κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 90, είχε ως αποτελέσματα από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας (α) τη συνεχιζόμενη απώλεια παραγωγικού δυναμικού και ανταγωνιστικότητας, (β) τη μείωση των δημοσίων εσόδων λόγω φορολογικών ελαφρύνσεων και επομένως την αύξηση του δημοσίου χρέους, και (γ) τον υπερδανεισμό της ιδιωτικής οικονομίας και των νοικοκυριών, χάρη στα χαμηλά επιτόκια του Ευρώ και τις κατάλληλες τραπεζικές πολιτικές. Η άσκηση οικονομικής πολιτικής με πελατειακές μεθόδους (η υποστήριξη της όποιας επιχειρηματικότητας με βάση τους συσχετισμούς και τη διαπλοκή, αλλά χωρίς ενιαίο προσανατολισμό), και στη συνέχεια η φυγή προς την υπερχρέωση της οικονομίας, αποδυνάμωσαν πλήρως το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο σε οτι αφορά τη δυνατότητά του να επηρεάσει τη δομή και τη δυναμική της οικονομίας.

Η λογική των μνημονίων, η φυγή αυτή τη φορά προς ένα καθαρό νεο-φιλελεύθερο μοντέλο, αποτέλεσε πλέον το πλαίσιο λειτουργίας στο οποίο έχει εγκλωβιστεί η οικονομία και η κοινωνία. Όχι μόνο επειδή το επιβάλει η νεο-φιλελεύθερη Ευρώπη, αλλά και επειδή δεν υπάρχει άλλη οδός για μια οικονομία υπεχρεωμένη, χωρίς ενδογενή δυναμισμό ή ελκυστικότητα για ξένους επενδυτές, με μια κυρίαρχη κοινωνική συμμαχία η οποία συμφωνεί με τους δανειστές να βγάλει όσο γίνεται περισσότερους πόρους από τη χώρα, και χωρίς θεσμούς που να μπορούν να αντισταθούν σε αυτή την παρακμιακή δυναμική. Η ιδέα τώρα οτι η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα θα ανατρέψει αυτή την τάση, είναι εκτός πραγματικότητας γιατί μια τέτοια επιλογή θα την επιταχύνει αντίθετα και θα κατέληγε σε μια οικονομική κατάρρευση.

Έχει επαναληφθεί από πολλούς ότι η επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα θα οδηγήσει άμεσα σε μια μεγάλη υποτίμησή του. Αυτό θα οφείλεται στο ότι για μια οικονομία τόσο ελλειμματική, δεν θα υπάρχει πλέον η μνημονιακή εγγύηση των εξωτερικών ισορροπιών (εμπορικών και συναλλαγματικών). Από την άλλη μεριά, η υποτίμηση θα οδηγούσε σε αύξηση του ονομαστικού χρέους στο νέο νόμισμα, και θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια δύσκολη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η οποία θα επιδείνωνε την αβεβαιότητα για την πορεία της οικονομίας. Αλλά η επιλογή ενός εθνικού νομίσματος όπως προτείνεται, παραλείπει να αναφερθεί και στις θεσμικές και πολιτικές επιλογές που θα επιτρέψουν να μπεί η κοινωνία και η οικονομία σε μια τροχιά ταχείας ανασυγκρότησης. Η άποψη οτι η έξοδος από το Ευρώ μπορεί να πραγματοποιηθεί σε συμφωνία με τους δανειστές, πέρα από το ότι παραβιάζει ανοιχτές θύρες (προφανώς θα υπάρξει στο πλαίσιο της ΕΕ μια συμφωνία για μια τόσο σημαντική αλλαγή στην Ευρωζώνη), δεν καλύπτει αυτό το κενό σχεδίου, και θεσμών που θα το υπηρετούσαν.

Η κυβέρνηση του Σύριζα υπέγραψε τη συμφωνία με τους δανειστές επειδή δεν υπήρχε άλλο διαθέσιμο πλαίσιο διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας και επειδή μια φυγή προς τη δραχμή θα ήταν μια βουτιά στο κενό. Η συμφωνία υπεγράφη όχι απλά επειδή ο αντίπαλος ήταν ισχυρότερος, αλλά επειδή εμείς ήμασταν με την πλάτη στον τοίχο, χωρίς προτεινόμενο σχέδιο, πέρα από το αίτημα για διαγραφή μέρους του χρέους, και με πρόγραμμα ένα σύνολο ανεπεξέργαστων και ασύνδετων μεταξύ τους κοινών τόπων. Επίσης, το μαζικό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί γιατί, πριν απ'όλα, δεν υπήρχε βιώσιμο σχέδιο που να το εκφράζει, και ούτε υπάρχει σήμερα. Αυτός είναι και ο λόγος που το “μέτωπο του όχι” δεν έχει μέλλον καθώς δεν εκφράζει τίποτα παραπάνω από μια πολιτική διαμαρτυρία.

Πρέπει να γίνει κατανοητό στην Αριστερά, οτι η έξοδος από το μνημονιακό εγκλωβισμό πρός όφελος του πληθυσμού της χώρας, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς ένα εναλλακτικό σχέδιο αποφασισμένο μέσω δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών. Η ιδέα οτι αρκεί ένας ιδεολογικός προσανατολισμός ο οποίος “θα τα βρεί” στην πορεία είναι μια ανεύθυνη στάση η οποία επιδιώκει να κρύψει αυταρχικές εκδοχές κρατισμού. Ένα εναλλακτικό σχέδιο πρέπει να αφορά τη διαγραφή χρέους φυσικά, αλλά και την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου, την αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων για την ανασυγκρότηση της παραγωγής στη βιομηχανία, τη γεωργία και τις υπηρεσίες, την εγκαθίδρυση υπεύθυνων συστημάτων διοίκησης, και την εγκαθίδρυση των κοινωνικού ελέγχου επι της δημιουργίας χρήματος και των χρηματοδοτήσεων. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας ενός τέτοιου σχεδιασμού θα επιτευχθεί μέσω της κινητοποίησης των εργαζομένων και των πολιτών, των εκπροσωπήσεών τους και των κινηματικών τους πρωτοβουλιών, τόσο για την επεξεργασία των επιμέρους σχεδίων όσο και για την υλοποίησή τους.

Από την πλευρά του Σύριζα αναπτύσσεται η προβληματική μιας διαχείρισης του μνημονίου με ενέργειες, εντός ή εκτός αυτού του πλαισίου, οι οποίες θα έχουν θετικό κοινωνικό και αναπτυξιακό αντίκτυπο. Για να υλοποιηθούν όμως τέτοιες ενέργειες χρειάζεται να οριστούν οι διαθέσιμοι πόροι και οι δυνατότητες χρηματοδότησης, οι διαδικασίες μέσω των οποίων θα επιλεγούν και θα σχεδιαστούν, οι θεσμοί και οι υπηρεσίες που θα τις διαχειριστούν, και οι μέθοδοι που θα χρησιμοποιηθούν για την υλοποίηση των σχεδιασμών. Όλα αυτά τα επίπεδα απαιτούν βέβαια εξειδικεύσεις, και διερευνήσεις των πραγματικών δυνατοτήτων, που δεν είναι εκ πρώτης όψεως δεδομένες και γνωστές. Και χρειάζεται να είναι σαφής η ένταξή τους σε μια συνολική εναλλακτική στρατηγική. Δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς οτι ένας τέτοιος προσανατολισμός είναι σήμερα αναγκαίος, αλλά και δυνατός. Όλα τα μέτωπα είναι βέβαια ανοιχτά. Το περιεχόμενο και οι κατευθύνσεις των απαντήσεων και των δράσεων δεν είναι ούτε εύκολες ούτε προφανείς. Η ανασυγκρότηση της κοινωνίας και της οικονομίας μετά τη μακροχρόνια διαλυτική δράση του νεοφιλελευθερισμού, θα είναι το αποτέλεσμα της συνύπαρξης της κοινωνικής δράσης με τη διανοητική εργασία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου